επιπεδώνω

επιπεδώνω
[-ώ (ο)] μετ. выравнивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επιπεδώνω" в других словарях:

  • επιπεδώνω — [επίπεδος] κάνω κάτι επίπεδο, ισοπεδώνω, μεταβάλλω ανώμαλη επιφάνεια σε επίπεδη …   Dictionary of Greek

  • επιπεδώνω — επιπέδωσα, επιπεδώθηκα, επιπεδωμένος, μτβ., ανώμαλη επιφάνεια τη μεταβάλλω σε επίπεδη, ισοπεδώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»